κοτινάς
1κοτινάς — κοτινάς, άδος, ἡ (Α) 1. αγριελιά που έχει κεντρωθεί με ήμερη ελιά 2. ο καρπός τής αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + επίθημα άς / άδος (πρβλ. γενει άς, κλεισι άς)] …
2κοτινάδα — κοτινάς grafted upon a wild olive fem acc sg …
3κοτινάδας — κοτινάς grafted upon a wild olive fem acc pl …
4κοτινάδες — κοτινάς grafted upon a wild olive fem nom/voc pl …