κοσυβάτας
1κοσυβάτας — κοσυβάτας, ὁ (Α) θύτης, ο ιερέας που τελούσε τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοσύμβη] …
1κοσυβάτας — κοσυβάτας, ὁ (Α) θύτης, ο ιερέας που τελούσε τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοσύμβη] …