κοσμητής
1κοσμητής — orderer masc nom sg …
2κοσμήτης — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …
3κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …
4κοσμήτης — κοσμητέω hold office of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
5κοσμηταῖς — κοσμητής orderer masc dat pl κοσμητός well ordered fem dat pl …
6κοσμηταί — κοσμητής orderer masc nom/voc pl κοσμητός well ordered fem nom/voc pl …
7κοσμητᾶ — κοσμητής orderer masc gen sg (doric aeolic) …
8κοσμητήν — κοσμητής orderer masc acc sg (attic epic ionic) κοσμητός well ordered fem acc sg (attic epic ionic) …
9Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …
10κοσμητάς — κοσμητά̱ς , κοσμητής orderer masc acc pl κοσμητά̱ς , κοσμητής orderer masc nom sg (epic doric aeolic) κοσμητά̱ς , κοσμητός well ordered fem acc pl …