κοσμητικός
1κοσμητικός — skilled in ordering masc nom sg …
2κοσμητικός — ή, ό (ΑM κοσμητικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός 2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα… …
3κοσμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει για διακόσμηση, διακοσμητικός. 2. (γραμμ.), «κοσμητικό επίθετο», το επίθετο που εξαίρει την ιδιότητα ή την ποιότητα του ουσιαστικού. 3. το ουδ. κοσμητικό ως ουσ., σκεύασμα που συντελεί στον καλλωπισμό του… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κοσμητικά — κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc pl κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc/acc dual κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5κοσμητικῶν — κοσμητικός skilled in ordering fem gen pl κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen pl …
6κοσμητικόν — κοσμητικός skilled in ordering masc acc sg κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc sg …
7κοσμητικαῖς — κοσμητικός skilled in ordering fem dat pl …
8κοσμητικαί — κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc pl …
9κοσμητικοῖς — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut dat pl …
10κοσμητικοῦ — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen sg …