κοσμεῖ

  • 21Άσμπγιερνσεν, Πέτερ Κρίστεν — (Peter CristianAsbjörnsen, Όσλο 1812 – 1885). Νορβηγός συγγραφέας και φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσικές επιστήμες και έγραψε μελέτες με θέματα φυσικής και δασοκομίας. Δημοσίευσε επίσης συλλογές νορβηγικών λαϊκών παραμυθιών (1842, 1844,… …

    Dictionary of Greek

  • 22Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …

    Dictionary of Greek

  • 23Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …

    Dictionary of Greek

  • 24Βιτσάρης, Ιωάννης — (Αθήνα 1843 – 1892). Γλύπτης. Όπως και πολλοί άλλοι ομότεχνοί του, πήρε τα πρώτα μαθήματα μαρμαρογλυφίας στο εργαστήριο των αδελφών Φυτάλη στην Αθήνα. Από το 1860 έως το 1864 σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών του Πολυτεχνείου με καθηγητή τον Ιωάννη …

    Dictionary of Greek

  • 25γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… …

    Dictionary of Greek

  • 26Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 27Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …

    Dictionary of Greek

  • 28Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 29Καπράλος, Χρήστος — (Παναιτώλιο Αγρινίου 1909 – Αθήνα 1993). Γλύπτης. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Ουμβέρτο Αργυρό (1929 34) και γλυπτική στο Παρίσι (ακαδημίες Grande Chaumière και Colarossi, 1934 40). Στο Παρίσι εργάστηκε ως… …

    Dictionary of Greek

  • 30Κοέλιο, Κλαούντιο — (Claudio Coello, 1642; – 1693). Ισπανός ζωγράφος. Θεωρείται ο τελευταίος σημαντικός ζωγράφος της κλασικής σχολής της Μαδρίτης του 17oυ αι. Το 1684 διορίστηκε προσωπογράφος του Καρόλου Β’. Πολυάριθμα έργα του σώζονται στις ισπανικές εκκλησίες και… …

    Dictionary of Greek