κοσμεῖ

  • 11λογοτέχνης — ο, θηλ. λογοτέχνις και ιδα (Μ λογοτέχνης) νεοελλ. αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο συγγραφέας έργων με αισθητική αξία, πεζογράφος ή ποιητής μσν. αυτός που κοσμεί τους λόγους του με τέχνη, ρήτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τέχνης (< τέχνη) …

    Dictionary of Greek

  • 12λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …

    Dictionary of Greek

  • 13μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… …

    Dictionary of Greek

  • 14μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 15οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …

    Dictionary of Greek

  • 16περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 17ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 18σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 19στολίδι — το / στολίδιον ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθετί το οποίο κοσμεί ή διακοσμεί («η κόρη μου είναι το στολίδι τού σπιτιού μου») 2. φρ. «τα στολίδια τού αϊνά» ναυτ. ο τέρμονας νεοελλ. μσν. κόσμημα αρχ. δερμάτινο χιτώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + υποκορ. κατάλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 20Ασμάρα — (Äsmara).Πόλη (393.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ερυθραίας. Χτισμένη σε υψόμετρο 2.347 μ., κοντά στο κράσπεδο ενός υψιπέδου που κατεβαίνει ομαλά προς την Ερυθρά θάλασσα, αποτελείται από δύο οικοδομικούς πυρήνες: τον οικισμό των ιθαγενών,… …

    Dictionary of Greek