κοσμεῖν
1κοσμεῖν — κοσμέω order pres inf act (attic epic doric) …
2косметика — Из франц. cosmetique от греч. κοσμητικός, κοσμεῖν украшать …
3Schmücken — Schmücken, verb. reg. act. die Gestalt eines Dinges verschönern, besonders so fern es durch glänzende oder andere für schön gehaltene Dinge geschiehet, da es denn in der edlern und höhern Schreibart für das mehr vertrauliche putzen üblich ist.… …
4καθίννυμαι — (Α) 1. καθίζομαι* 2. παίρνω ή μπαίνω σε θερμό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἵννυμαι, αμφίβολος τ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου «ἰνύεσθαι κοσμεῑν, ἱδρύνεσθαι», η οποία όμως δεν παρουσιάζει δασύτητα] …
5πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …
6σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …
7συνεπαινώ — έω, Α [ἐπαινῶ] 1. επιδοκιμάζω μαζί, συγκατανεύω («συνεπαινεσάντων δὲ πάντων καὶ οὐδενὸς εἰπόντος ἐναντίον οὐδὲν», Δημοσθ.) 2. επαινώ, εγκωμιάζω κάποιον από κοινού με άλλον («ὑμᾱς δὲ πρέπει ξυνεπαινεῑν τε καὶ κοσμεῑν τοιούτους ἄνδρας», Πλάτ.) …