κορῶναι
1κορῶναι — κορώνη shearwater fem nom/voc pl …
2ворона — ВОРОН|А (3*), Ы с. Ворона: рци намъ, злыи старче, что грачють ворони (αἱ κορῶναι) ГА XIII XIV, 218г; Си˫а книги... волкомъ ловець. татемъ песъ. ворѡнамъ сокѡлъ. МПр XIV, 2; ворѡны гостолюбивы проважають стеркы. Там же, 32 об. Ср. врана …
3врана — ВРАН|А (1*), Ы с. Ворона: враны гласѩть кра кра (αἱ κορῶναι) ГА XIII XIV, 218г. Ср. ворона …
4CIRCULI — de multitudine congregata, passim apud Auctores. Hinc C. Nepos, Epaminondâ, c. 3. Quum in Circulum venisset, in quo aut de Republ. disputaretur, aut de Philosophia sermo haberetur, numquam inde prius discessit, quam ad finem sermo esset deductus …
5επικρώζω — ἐπικρώζω (Α) 1. κράζω δυνατά («φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσαι κορῶναι», Αριστοφ.) 2. φωνάζω εναντίον κάποιου …
6κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …