κορώνεως
1κορώνεως — κορώνεως, ω, ἡ (Α) συκιά που έχει χρώμα κουρούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα εως (πρβλ. κανθάρ εως, χελιδόν εως)] …
2κορώνεως — κορώνεω̆ς , κορώνεως a fig of raven grey colour adverbial κορώνεω̆ς , κορώνεως a fig of raven grey colour masc/fem nom pl κορώνεω̆ς , κορώνεως a fig of raven grey colour masc/fem nom/voc sg …
3κορώνεων — κορώνεω̆ν , κορώνεως a fig of raven grey colour masc/fem/neut gen pl κορώνεω̆ν , κορώνεως a fig of raven grey colour masc/fem acc sg κορώνεω̆ν , κορώνεως a fig of raven grey colour neut nom/voc/acc sg …
4κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …