κορωνίης
1κορωνίης — κορωνίης, αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) [κορώνη] αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο …
2κορωνιῶν — κορωνίης arching the neck masc gen pl κορωνίζω bring to completion fut part act masc nom sg (attic epic doric) κορωνιάω arch the neck pres part act masc voc sg κορωνιάω arch the neck pres part act neut nom/voc/acc sg κορωνιάω arch the neck pres… …
3κορωνίαν — κορωνίᾱν , κορωνίης arching the neck masc acc sg (attic epic doric aeolic) κορωνίης arching the neck masc acc sg κορωνίᾱν , κορωνιάω arch the neck imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κορωνίᾱν , κορωνιάω arch the neck imperf ind act 1st sg… …
4κορωνίας — κορωνίᾱς , κορωνίης arching the neck masc acc pl κορωνίᾱς , κορωνίης arching the neck masc nom sg (attic epic doric aeolic) κορωνίᾱς , κορωνιάω arch the neck imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
5κορωνιώ — κορωνιῶ, άω (Α) [κορωνίης] 1. κυρτώνομαι («κορωνιόωντα πέτηλα», Ησίοδ.) 2. (για άλογο) κάμπτω τον τράχηλο 3. (για πρόσ.) υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («ἐκορωνία καὶ παρετρίβετο πρὸς τοὺς ἐπιφανεῑς ἄνδρας», Πολ.) …
6κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …