κορυστής
1κορυστής — κορυστής, ὁ (Α) οπλισμένος με περικεφαλαία πολεμιστής («ἕλεν ἄνδρα κορυστήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς + κατάλ. τής που συν. απαντά σε μεταρρμ. παρ.] …
2κορυστής — helmed man masc nom sg …
3κορυσταί — κορυστής helmed man masc nom/voc pl κορυστός raised up fem nom/voc pl …
4κορυστήν — κορυστής helmed man masc acc sg (attic epic ionic) κορυστός raised up fem acc sg (attic epic ionic) …
5κορυστά — κορυστά̱ , κορυστής helmed man masc nom/voc/acc dual κορυστής helmed man masc voc sg κορυστής helmed man masc nom sg (epic) κορυστός raised up neut nom/voc/acc pl κορυστά̱ , κορυστός raised up fem nom/voc/acc dual κορυστά̱ , κορυστός raised up… …
6κορυστάν — κορυστά̱ν , κορυστής helmed man masc acc sg (epic doric aeolic) κορυστής helmed man masc acc sg κορυστά̱ν , κορυστός raised up fem acc sg (doric aeolic) …
7κορυστάς — κορυστά̱ς , κορυστής helmed man masc acc pl κορυστά̱ς , κορυστής helmed man masc nom sg (epic doric aeolic) κορυστά̱ς , κορυστός raised up fem acc pl …
8κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… …