κορυμβίτης

  • 1κορυμβίτης — κορυμβίτης, ὁ (Α) [κόρυμβος] κορυμβίας*, κισσός …

    Dictionary of Greek

  • 2κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …

    Dictionary of Greek