κορυβάντειος
1κορυβάντειος — κορυβάντειος, εία, ον, ουδ. και κορυβαντεῑον (Α) [Κορύβας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Κορυβαντεῑον ο ναός τών Κορυβάντων («τό τε Κορυβαντεῑον τὸ ἐν τῇ Ἁμαξιτίᾳ τῆς νῡν Ἀλεξανδρέων χώρας ἐγγὺς… …
2Κορυβαντείων — Κορυβάντειος Corybantian fem gen pl Κορυβάντειος Corybantian masc/neut gen pl …
3Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …
4κορυβάντιος — κορυβάντιος, ία, ον (ΑM) [Κορύβας] 1. κορυβάντειος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορυβάντιον (κατά τον Θησ. Στεφ.) «περίθεμα κεφαλής ἐγκόσμιον, καλόν» …