κορινθόθεν

  • 1κορινθόθεν — (Α) επίρρ. επιγρ. από την Κόρινθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρινθος + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek