κορδακισμός
1κορδακισμός — ο (Α κορδακισμός) [κορδακίζω] κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση …
2κορδακισμός — κορδᾱκισμός , κορδακισμός licentious dancing masc nom sg …
3μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… …
4κορδακισμοῖς — κορδᾱκισμοῖς , κορδακισμός licentious dancing masc dat pl …
5κορδακισμοί — κορδᾱκισμοί , κορδακισμός licentious dancing masc nom/voc pl …
6κορδακισμούς — κορδᾱκισμούς , κορδακισμός licentious dancing masc acc pl …
7κορδακισμῶν — κορδᾱκισμῶν , κορδακισμός licentious dancing masc gen pl …
8κορδακισμόν — κορδᾱκισμόν , κορδακισμός licentious dancing masc acc sg …