-
1 κορίτσι
[корици] ουσ. о. девочка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κορίτσι
-
2 девица
-ы θ.κορίτσι, κόρη, κοπέλλα• δεσποινίδα, κορασίδα.εκφρ.в -ах – όταν ήμουν κορίτσι (ανύπαντρη)•красная девица – ντροπαλή κοπέλλα, κορίτσι παρθενικού ήθους. -
3 этот
этот (эта. это, эти) αυτός· \этот человек αυτός ο άνθρωπος· в \этот раз αυτή τη φορά; эта женщина αυτή η γυναίκα· эта девочка αυτό το κορίτσι·* * *(эта, это, эти)э́тот челове́к — αυτός ο άνθρωπος
в э́тот раз — αυτή τη φορά
э́та же́нщина — αυτή η γυναίκα
э́та де́вочка — αυτό το κορίτσι
э́то ме́сто — αυτή η θέση
э́то о́чень интере́сно! — (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον!
э́ти ученики́ — αυτοί οι μαθητές
э́ти кни́ги — αυτά τα βιβλία
-
4 девчонка
-и θ.1. (παλ. κ. απλ.) υποκοριστικό-κακιστικό• παλιοκόριτσο, κακοαναθρεμμένο κορίτσι.2. κορίτσι. -
5 девица
девицаж ἡ κοπέλλα, τό κορίτσι, ἡ κόρη / ἡ δεσποινίδα [-ίς] (незамужняя). -
6 девушка
дев||ушкаж ἡ κοπέλλα, ἡ κόρη, τό κορίτσι. -
7 девчонка
дев||чонкаж разг τό κορίτσι / пренебр. τό παληοκόριτσο. -
8 проказница
проказ||ницаж τό ἄτακτο κορίτσι. -
9 проказница
[πρακάζνιτσα] ουσ. θ. άτακτο κορίτσι -
10 проказница
[πρακάζνιτσα] ουσ θ άτακτο κορίτσι -
11 анемичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно;αναιμικός•девочка слаба, -чна κορίτσι αδύνατο, αναιμικό.
|| μτφ. μαρασμώδης, καχεκτικός• ωχρός. -
12 белокурый
επ., βρ: -кур, -а, -оξανθός•-ая девушка ξανθό κορίτσι, ξανθούλα•
-ые волосы ξανθά μαλλιά.
-
13 белянка
-и θ.ξανθιά, ξανθούλα• ασπροπρόσωπη γυναίκα ή κορίτσι. -
14 бренчать
-чу, -чишь, ρ.δ.1. ηχώ, κροτώ, κροταλίζω, κρούω, χτυπώ•-ат шпоры κροτούν τα σπιρούνια.
2. παίζω άσχημα, ατζαμήτικα, θορυβώ•девочка -ла на фортепиано το κορίτσι θορυβούοε περισσότερο παρά έπαιζε στο πιάνο.
-
15 воструха
κ. вострушка, -и θ. ζωηρό κορίτσι. -
16 вспыхнуть
ρ.σ.1. αναφλέγομαι, ανάβω•порох -ул η μπαρούτη πήρε φωτιά.
|| πετώ φωτιές,ξεσπώ•-ул пожар ξέσπασε πυρκαγιά.
2. μτφ. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ•-ла воина ξέσπασε ο πόλεμος•
-ла страсть ξέσπασε το πάθος•
-ла паника ξέσπασε πανικός.
|| μτφ. κοκκινίζω αμέσως (από αίσθημα)•девочка -ла и убежала το κορίτσι κοκκίνισε αμέσως κι έφυγε τρέχοντας.
-
17 выданье
-я ουδ., στην εκφρ. на выданье (παλ. κ. απλ.) της παντρειάς, για παντρειά, -μα•девка на выданье – κορίτσι της παντρειάς. -
18 гризетка
-и θ. παλ. ευάλωτο εργαζόμενο κορίτσι. -
19 дева
-ы θ. παλ. δεσποινίδα, κορίτσι•пресвятая дева η Παρθένος•
старая дева γεροντοκόρη.
-
20 девка
-и θ. (απλ. κ. διαλκ.)1. βλ. девушка.2. χωριατοκόριτσο.εκφρ.уличная – κορίτσι του δρόμου (πόρνη)•остаться в -ах – μένω γεροντοκόρη•засидеться ή сидеть в -ах – παρακάθομαι ανύπαντρη.
См. также в других словарях:
κορίτσι — το (Μ κορίτσι) 1. παιδί θηλυκού γένους, μικρή κόρη, κοράσιο («έχει δύο αγόρια και τρία κορίτσια») 2. παρθένα, ανύπαντρη κοπέλα 3. νεαρή γυναίκα, νεάνιδα νεοελλ. φρ. «το κορίτσι μου» η κοπέλα με την οποία σχετίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ.… … Dictionary of Greek
κορίτσι — το 1. μικρή κόρη. 2. παρθένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
La Fille en noir — Données clés Titre original Το κορίτσι με τα μαύρα (To Koritsi me ta mavra) Réalisation Michael Cacoyannis Scénario Michael Cacoyannis Acteurs princi … Wikipédia en Français
αγοροκόριτσο — το 1. κορίτσι με εμφάνιση ή συμπεριφορά αγοριού 2. ατίθασο, άτακτο κορίτσι που συναναστρέφεται με αγόρια 3. κορίτσι κακοαναθρεμμένο και ανάγωγο … Dictionary of Greek
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia
Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Orestis Makris — Ορέστης Μακρής Born September 30, 1898 Chalcis, Greece Died January 29, 1975 … Wikipedia
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия