κοράγια

  • 1Κοράγιον — Κοράγιον, τὸ (Α) [Κοραγοί] επιγρ. 1. το ιερό στο οποίο τελούνταν εορτή προς τιμήν τής Περσεφόνης στη Μαντίνεια 2. στον πληθ. τά Κοράγια η εορτή που τελούνταν στη Μαντίνεια προς τιμήν τής Περσεφόνης για την επιστροφή της από τον Άδη …

    Dictionary of Greek

  • 2κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …

    Dictionary of Greek