κοπάς
1κοπάς — κοπάς, άδος, ἡ (Α) 1. (για δέντρα με θηλ. γραμμ. γένος) κομμένη, κλαδεμένη («ἐῶσι δὲ καὶ τὰς ἐλαίας κοπάδας καὶ τὰς συκᾱς», Θεόφρ.) 2. θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή ή < κόπτω] …
2κοπάδας — κοπάς pruned fem acc pl …
3κοπάδες — κοπάς pruned fem nom/voc pl …
4скопец — I скопец I вид ястреба , см. скопа. II скопец II, род. п. пца евнух , укр. скопець валушок , др. русск., ст. слав. скопьць εὑνοῦχος (Супр.), болг. скопец, словен. skȯpǝc валушок , чеш. skорес, слвц. škор баран , польск. skор, skореk, в. луж., н …
5κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …
6στηλοκόπας — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού περιηγητή Πολέμωνος ο οποίος περιόδευε και αντέγραφε τις επιγραφές τών δημόσιων μνημείων) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι τρώει τις στήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κοπας (< κόπτω) σχηματισμένο κατά το ματτυοκόπης] …
7(s)kē̆ p-2, (s)kō̆ p- and (s)kā̆ p-; (s)kē̆ b(h)-, skob(h)- and skā̆ b(h)- — (s)kē̆ p 2, (s)kō̆ p and (s)kā̆ p ; (s)kē̆ b(h) , skob(h) and skā̆ b(h) English meaning: to work with a sharp instrument Deutsche Übersetzung: “with scharfem Werkzeug schneiden, spalten” Material: A. Forms in b: (there are listed… …