κοπτός
1κοπτός — κοπτός, ή, όν (Α) βλ. κοφτός …
2κοπτός — chopped small masc nom sg …
3Κόπτος — masc nom sg …
4Κοπτός ή Κόπτος — Αρχαία φαραωνική πόλη, πρωτεύουσα του νομού Χαρουί. Ήταν χτισμένη στα Β των Θηβών (των εκατονταπύλων Θηβών), το σημερινό Λούξορ, στη δεξιά όχθη του Νείλου. Στα χρόνια των φαραώ της θηβαϊκής δυναστείας γνώρισε μεγάλη ακμή, καθώς βρισκόταν στον… …
5Κόπτω — Κόπτος masc nom/voc/acc dual Κόπτος masc gen sg (doric aeolic) …
6Копт — (Κόπτος) главный гор. 5 го верхнеегипетского нома (Панополь, по египетски Кебти), стоявший у поворота Нила и бывший самым восточным из всех египетских городов. Находясь у входа в пустыню, на дороге, ближайшей к Гаммамату и Чермному морю, он скоро …
7Κόπτε — Κόπτος masc voc sg …
8Κόπτοι — Κόπτος masc nom/voc pl …
9Κόπτοις — Κόπτος masc dat pl …
10Κόπτον — Κόπτος masc acc sg …