κοπτικός
1κοπτικός — murderous masc nom sg …
2κοπτικός — (I) ή, ό (ΑM κοπτικός, ή, όν) [κόπτω] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κόβει, αυτός που αναφέρεται στην κοπή ή στην κοπτική (α. «κοπτικά εργαλεία» β. «κοπτική μηχανή») 2. το θηλ. ως ουσ. η κοπτική η τέχνη τής κοπής υφασμάτων ή υποδημάτων …
3κοπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή ή τον κόφτη: Χρειαζόμαστε κοπτικά εργαλεία. 2. τοθηλ., κοπτική ως ουσ., η τέχνη της κοπής των ρούχων για ραφή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κοπτικά — κοπτικός murderous neut nom/voc/acc pl κοπτικά̱ , κοπτικός murderous fem nom/voc/acc dual κοπτικά̱ , κοπτικός murderous fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5κοπτικῶν — κοπτικός murderous fem gen pl κοπτικός murderous masc/neut gen pl …
6κοπτικόν — κοπτικός murderous masc acc sg κοπτικός murderous neut nom/voc/acc sg …
7κοπτικοῖς — κοπτικός murderous masc/neut dat pl …
8κοπτικοῦ — κοπτικός murderous masc/neut gen sg …
9κοπτικῇ — κοπτικός murderous fem dat sg (attic epic ionic) …
10κοπτική — κοπτικός murderous fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2