κοπρών

  • 11κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …

    Dictionary of Greek

  • 12στεργάνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κοπρών». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από… …

    Dictionary of Greek

  • 13στερκουλία — (sterculia). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Στερκουλιιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της Ινδίας, Κίνας και της Κορέας. Έχει κόμη σφαιρική, ύψους έως 15 μέτρων, φλοιό πρασινωπό λείο, και φύλλα επαλλάσσοντα πολύ μεγάλα (0,30 μ.) μακρόμισχα,… …

    Dictionary of Greek

  • 14(s)ter-8 —     (s)ter 8     English meaning: dirty water, mud, smear     Deutsche Übersetzung: in Worten for “unreine Flũssigkeit, Mist; besudeln; verwesen”     Material: Av. star ‘sich blemish, sũndigen”; Arm. t”arax, ic̣, oc̣ “pus, humeur” (*tero ;… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary