κοπρία
1κοπρία — κοπρίᾱ , κοπρία dunghill fem nom/voc/acc dual κοπρίᾱ , κοπρία dunghill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱ , κοπρίας buffoons masc nom/voc/acc dual κοπρίας buffoons masc voc sg κοπρίᾱ , κοπρίας buffoons masc voc sg (attic) κοπρίᾱ ,… …
2κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …
3κοπρίᾳ — κοπρίαι , κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίαι , κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) …
4κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …
5κοπριά — η η κόπρος των ζώων και μάλιστα η κατάλληλη για λίπανση του εδάφους: Το χωράφι αυτό θέλει κοπριά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6κόπρια — κόπριον dirt neut nom/voc/acc pl …
7Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8κοπρίας — κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem acc pl κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem gen sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc acc pl κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc nom sg (attic epic doric aeolic) …
9κοπρίαι — κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) …
10κοπρίαν — κοπρίᾱν , κοπρία dunghill fem acc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱν , κοπρίας buffoons masc acc sg (attic epic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc acc sg …