κοπιᾷς
1κοπιᾶς — κοπιᾶ̱ς , κοπιάω to be tired pres ind act 2nd sg (doric) …
2κοπιᾷς — κοπιάω to be tired pres subj act 2nd sg κοπιάω to be tired pres ind act 2nd sg (epic) …
3κοπιᾶις — κοπιᾷς , κοπιάω to be tired pres subj act 2nd sg κοπιᾷς , κοπιάω to be tired pres ind act 2nd sg (epic) …
4κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …
5ντουμπλάζ — Λατινογενής όρος, που στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί μεταγλώττιση, και υποδηλώνει στη γλώσσα του κινηματογράφου την τεχνική μέθοδο, η οποία επιτρέπει να αντικαθίσταται κατά την εκτύπωση της θετικής κόπιας της ταινίας ο αρχικός ήχος με μια άλλη… …
6κοπιάρω — κοπιάρισα, κοπιαρίστηκα, κοπιαρισμένος 1. αντιγράφω κείμενο, παίρνω με το μηχάνημα της κόπιας πανομοιότυπο αντίγραφο. 2. μιμούμαι άλλον …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)