κονῑσάλεος
1κονισάλεος — κονισαλέος dusty masc nom sg …
2κονισαλέος — α, ο (Α κονισαλέος, α και η, ον) [κονίσαλος] γεμάτος σκόνη, σκονισμένος, κατασκονισμένος («κονισαλέην τρίχα σείων», Νόνν.) νεοελλ. συνεκδ. παλιός, λησμονημένος …
3κονισάλεον — κονισαλέος dusty masc acc sg κονισαλέος dusty neut nom/voc/acc sg …
4κονισαλέην — κονισαλέος dusty fem acc sg (epic ionic) …
5κονισαλέοιο — κονισαλέος dusty masc/neut gen sg (epic) …
6κονισαλέῃσιν — κονισαλέος dusty fem dat pl (epic ionic) …