Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοντινός

  • 1 κοντινός

    [кондинос] εκ. близкий, соседний.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοντινός

  • 2 близкий

    близкий 1. 1) κοντινός, πλησίος προσεχής (по вре мени)' самый \близкий путь о πιο κοντινός δρόμος 2) (сходный ) όμοιος 3) (об отношениях) στενός \близкий друг о στενός φίλος 2.: мн. \близкийие (родствен ники ) οι στενοί συγγενείς
    * * *
    1.
    1) κοντινός, πλησίος; προσεχής ( по времени)

    са́мый бли́зкий путь — ο πιο κοντινός δρόμος

    2) ( сходный) όμοιος
    3) ( об отношениях) στενός

    бли́зкий друг — ο στενός φίλος

    2. мн.

    бли́зкие (родственники) — στενοί συγγενείς

    Русско-греческий словарь > близкий

  • 3 недалёкий

    недалёкий 1) (о расстоянии) κοντινός, όχι μακρινός 2) (о времени) σύντομος, κοντινός* в \недалёкийом будущем προσεχώς· в \недалёкийом прошлом πρόσφατα
    * * *
    1) ( о расстоянии) κοντινός, όχι μακρινός
    2) ( о времени) σύντομος, κοντινός

    в недалёком бу́дущем — προσεχώς

    в недалёком про́шлом — πρόσφατα

    Русско-греческий словарь > недалёкий

  • 4 недалекий

    недалек||ий
    прил
    1. (о расстоянии) μή μακρυνός, κοντινός:
    \недалекий путь ὁ κοντινός δρόμος·
    2. (о времени) ἐγγύς, σύντομος, κοντινός:
    в \недалекийом будущем στό ἐγγύς μέλλον, στό κοντινό μέλλον в \недалекийом прошлом στό πρόσφατο παρελθόν, πρό ὁλίγου καιρού·
    3. (о человеке) περιορισμένος, στενοκέφαλος, ὀλιγόμυαλος.

    Русско-новогреческий словарь > недалекий

  • 5 ближе

    ближе 1. (сравн. ст. от близкий) πιο κοντινός 2. (сравн, cm. от близко) πιο κοντά, πιο πλησίον, πιο σιμά
    * * *
    1. сравн. ст. от близкий 2. сравн. ст. от близко
    πιο κοντά, πιο πλησίον, πιο σιμά

    Русско-греческий словарь > ближе

  • 6 недалёкий

    επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.
    1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•

    -ая деревня κοντινό χωριό.

    || (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•

    -ое путешествие μικρό ταξίδι•

    недалёкий путь μικρός δρόμος.

    2. πρόσφατος, ο εγγύς•

    -ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•

    -ое будущее το εγγύς μέλλον.

    3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.
    4. (για συγγένεια) κοντινός•

    -ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.

    5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.
    εκφρ.
    - го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος.

    Большой русско-греческий словарь > недалёкий

  • 7 ближний

    ближний
    1. прил (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;
    2. прил (о родне) στενός; ◊ Ближний Восток ἡ 'Εγγύς 'Ανατολή;
    3. м ὁ πλησίον, ὁ συνάνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > ближний

  • 8 близкий

    бли́зк||ий
    прил
    1. (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;
    2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος;
    3. (сходный) ὀμοιος:
    \близкий к подлиннику ὀμοιος μέ τό πρωτότυπο;
    4. (об отношениях) στενός, οίκεῖος;
    5. (о родне, друзьях) στενός;
    6. \близкийие мн. в знач. сущ. οἱ συγγενείς.

    Русско-новогреческий словарь > близкий

  • 9 ближний

    [μπλίζνιΐ] εκ. κοντινός

    Русско-греческий новый словарь > ближний

  • 10 недалёкий

    [νινταλιόκιϊ] εκ. κοντινός

    Русско-греческий новый словарь > недалёкий

  • 11 ближний

    [μπλίζνιϊ] επ κοντινός

    Русско-эллинский словарь > ближний

  • 12 недалёкий

    [νινταλιόκιϊ] επ κοντινός

    Русско-эллинский словарь > недалёкий

  • 13 близкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; ближе, ближайший.
    1. κοντινός, ο πλησίον, ο εγγύς, ο παρακείμενος, ο προσκείμενος -οκ•

    локоть, да не укусишь (παροιμία) κοντά είναι ο αγκώνας σου, όμως δε φτάνεις να τον δαγκάσεις (εύκολο, όμως ακατόρθωτο)•

    близкое расстояние κοντινή απόσταση.

    2. (για χρόνο) επικείμενος, προσεχήο, επερχόμενος•

    -ое будущее το προσεχές μέλλον•

    -ая смерть ο επικείμενος (οσονούπω) θάνατος.

    3. στενός, οικείος•

    близкий друг στενός (επιστήθιος) φίλος.

    4. πλθ. -ие οι στενοί συγγενείς, οι δικοί.
    εκφρ.
    - ие отношения – στενές σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > близкий

  • 14 короткий

    επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, коротко
    κ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.
    1. κοντός, βραχύς•

    -ие ноги κοντά πόδια•

    -ие волосы μικρά μαλλάκια•

    платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•

    -ие брюки κοντό παντελόνι•

    короткий путь κοντινός δρόμος•

    -ое дыхание λαχάνιασμα•

    -ое пальто κοντό πανωφόρι.

    || χαμηλός•

    -ая трава χαμηλά χόρτα.

    2. σύντομος• μικρός•

    зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•

    короткий срок σύντομη προθεσμία•

    короткий разговор σύντομη συνομιλία.

    || γρήγορος, απότομος•

    удар απότομο χτύπημα.

    || συνοπτικός•

    -ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).

    3. στενός, φιλικός•

    -ие отношения στενές σχέσεις•

    -ое знакомство γνωριμία από κοντά.

    εκφρ.
    - ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•
    - ая память – βραχεία μνήμη•
    руки коротки у тебяκ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•
    короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•
    в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•
    на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > короткий

  • 15 нашенский

    -ая, -ое (απλ.) δικός μας. || κοντινός, ο εγγύς συγγενής.

    Большой русско-греческий словарь > нашенский

  • 16 окрестный

    επ. ο γύρω, ο πέριξ•

    -ые места τα γύρω μέρη (τόποι).

    || κοντινός, γειτονικός•

    мы с -ых деревень εμείς είμαστε από τα περίχωρα.

    Большой русско-греческий словарь > окрестный

  • 17 подмосковный

    επ. ο πλησίον της Μόσχας, κοντινός•

    -ая деревня κοντινό χωριό της Μόσχας•

    -ые вечера τα (ωραία) βραδάκια κοντά στη Μόσχα.

    ουσ. θ. -ая παλ. αρχοντικό σπίτι κοντά στη Μόσχα.

    Большой русско-греческий словарь > подмосковный

  • 18 родственник

    -а, -ца, -ы θ.
    ο συγγενής, -ισσα•

    родственник по матери συγγενής από τη μητέρα•

    близкий родственник κοντινός (στενός) συγγενής•

    дальний родственник μακρινός συγγενής•

    он мне родственник αυτός είναι συγγενής μου.

    Большой русско-греческий словарь > родственник

См. также в других словарях:

  • κοντινός, -ή — ό επίρρ. ά 1. γειτονικός, διπλανός: Τα χωριά τους είναι κοντινά. 2. σύντομος: Από το μέρος αυτό ο δρόμος είναι πιο κοντινός. 3. προσεχής: Θα είναι πολύ κοντινός ο γάμος της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση, γειτονικός, διπλανός («έβαλαν φωτιά στο κοντινό δάσος») 2. σύντομος («από το μονοπάτι είναι πιο κοντινή η απόσταση») 3. προσεχής, επικείμενος 4. αυτός με τον οποίο έχει κάποιος στενές σχέσεις …   Dictionary of Greek

  • ζυγωτός — ή, ό (Α ζυγωτός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών αρχ. (για άρματα, άμαξες… …   Dictionary of Greek

  • σιμοτινός — ή, ο Ν κοντινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμά «κοντά» + κατάλ. ινός*, κατά τα επίθ. που δηλώνουν τόπο. Η παρουσία τού τ οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό προς το συνών. κοντινός (< κοντά)] …   Dictionary of Greek

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • Σιών — Αρχικά ονομαζόταν Σ. ένας λόφος της Ιερουσαλήμ. Όταν η πόλη μεγάλωσε, ονομάστηκε έτσι και ένας άλλος, κοντινός προς τον πρώτο, λόφος, όπου υπήρχε ναός με την κιβωτό της Διαθήκης. Επειδή μάλιστα οι Εβραίοι θεωρούσαν το ναό αυτό κατοικία του θεού,… …   Dictionary of Greek

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

  • έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… …   Dictionary of Greek

  • αγάστωρ — ἀγάστωρ ( ορος), ο, η (Α) κοντινός, στενός συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀ αθροιστ. + γαστήρ] …   Dictionary of Greek

  • βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»