Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κονσέρβα

  • 1 шпроты

    шпроты мн. οι σαρδέλες (σε κονσέρβα)
    * * *
    мн.
    οι σαρδέλες (σε κονσέρβα)

    Русско-греческий словарь > шпроты

  • 2 тушёнка

    θ., κονσέρβα κρέατος•

    свиная -χοίρινη κονσέρβα.

    Большой русско-греческий словарь > тушёнка

  • 3 консервированный

    консерв||ированный
    1. прич. от консервировать·
    2. прил κονσερβοποιημένος:
    \консервированныйи́рован-ные проду́кты οἱ διατηρημένες τροφές, ὁΙ κονσέρβες· \консервированныйи́рованные фру́кты τά κονσερβοποιημένα φροῦτα, τά φρούτα κονσέρβα

    Русско-новогреческий словарь > консервированный

  • 4 мясо

    мясо
    с τό κρέας:
    свежее \мясо φρέσκο κρέας· консервированное \мясо κρέας κονσέρβα· жареное \мясо τό ψητό· тушеное \мясо τό γιαχνί· ◊ пушечное \мясо τό κρέας γιά τά κανόνια, ἡ τροφή γιά τά κανόνια· ни рыба ни \мясо νερόβραστος (άνθρωπος)· дикое \мясо мед. τό παρασάρκωμα.

    Русско-новогреческий словарь > мясо

  • 5 консервный

    επ.
    της κονσέρβας• από κονσέρβα•

    консервный нож μαχαίρι για άνοιγμα κονσερβών•

    -ая банка κονσερβοκούτι•

    -ая промышленность βιομηχανία κονσερβοποιίας•

    консервный завод εργοστάσιο κονσερβοποιίας.

    Большой русско-греческий словарь > консервный

  • 6 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

См. также в других словарях:

  • κονσέρβα — η 1. (τεχνολ. τροφ.) τρόφιμο ή άλλο προϊόν που αλλοιώνεται εύκολα, διατηρημένο σε καλή κατάσταση μέσα σε αεροστεγές δοχείο μετά από κατάλληλη επεξεργασία 2. μτφ. καθετί που διακρίνεται για την έντονη τυποποίησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conserva… …   Dictionary of Greek

  • κονσέρβα — η (λ. ιταλ.), τροφή διατηρημένη μέσα σε κατάλληλη σκευασία: Στην εκστρατεία αυτή οι φαντάροι τρέφονταν με κονσέρβες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • κόρνμπιφ — το 1. κονσερβοποιημένο βοδινό κρέας 2. (κατ επέκτ.) η συσκευασία, η κονσέρβα που περιέχει το διατηρημένο βοδινό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. corn beef «διατηρημένο βοδινό κρέας σε διάλυμα αλατιού και άλλων ουσιών»] …   Dictionary of Greek

  • μάνγκο — Κοινή ονομασία του φυτού Mangifera indica της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για αειθαλές δέντρο, μετρίων έως μεγάλων διαστάσεων, με πυκνή κόμη. Τα φύλλα του είναι βαθυπράσινα, δερματώδη, λογχοειδή, λίγο καμπυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • σαρδελοκούτι — το, Ν μεταλλικό κουτί, κονσέρβα από σαρδέλες …   Dictionary of Greek

  • σκουμπρί — (scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»