κονδύλῳ
1κονδύλῳ — κόνδυλος knuckle masc dat sg …
2κονδύλωι — κονδύλῳ , κόνδυλος knuckle masc dat sg …
3κατακονδυλώ — κατακονδυλῶ, όω (Α) κατακονδυλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κονδυλῶ «γρονθοκοπώ»] …
1κονδύλῳ — κόνδυλος knuckle masc dat sg …
2κονδύλωι — κονδύλῳ , κόνδυλος knuckle masc dat sg …
3κατακονδυλώ — κατακονδυλῶ, όω (Α) κατακονδυλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κονδυλῶ «γρονθοκοπώ»] …