κονί-α

  • 51λωβάστρα — λωβάστρα, ἡ (Μ) τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. στρα, αναλογικά προς τα ουσ. σε στρα (πρβλ. κονί στρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 52ορταλίς — ὀρταλίς, η (Α) 1. νεογνό πτηνού, νεοσσός 2. κατοικίδιο πτηνό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ αλίς, με επίθημα αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. *ὀρτός (πρβλ. θέ ορτος, κονί ορτος) τού ρ. ὄρνυμι* «σηκώνω, εγείρω» και… …

    Dictionary of Greek

  • 53ουράνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο U. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 92, ατομικό βάρος 238,07. Είναι το βαρύτερο από τα φυσικά στοιχεία. Το ισότοπο φυσικό μείγμα… …

    Dictionary of Greek

  • 54όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 55Αόστα — (Aosta). Πόλη (34.000 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στις δυτικές Άλπεις, χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Ντόρα Μπάλτεα και Μπούτιερ. Η γεωγραφική της θέση μεταξύ της πεδιάδας του Πάδου και των αλπικών περιοχών, της παρείχε στρατηγική σημασία από… …

    Dictionary of Greek

  • 56Βίκτωρ Αμεδαίος — (Victor Amadeus). Όνομα ηγεμόνων της Σαβοΐας, της Σικελίας και της Σαρδηνίας. 1. Β.Α. Α’ (1587 – 1637). Γιος του δούκα της Σαβοΐας Καρόλου Εμμανουήλ Α’. Στη διάρκεια της ηγεμονίας του, συμμετείχε στον πόλεμο της διαδοχής της Μάντοβα και με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 57Κλιζ, Τζον — (John Cleese, Αγγλία 1939 –). Βρετανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός. Πραγματοποίησε νομικές σπουδές στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Συνάντησε την Κόνι Μπουθ (την οποία παντρεύτηκε αργότερα) και… …

    Dictionary of Greek

  • 58Otokonie — Oto|konie [...ko̱nie; ↑oto... u. gr. ϰονια = Staub; Sand] w; , n (meist Mehrz.): = Statokonie …

    Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • 59Statokonie — Stato|ko̱nie [...nie; zum Stamm von ↑statisch u. gr. ϰονια = Staub] w; , n, in der Nomenklatur der Anatomie nur: Stato|co̱nia, Mehrz.: ...iae (meist Mehrz.): Gehörsteinchen, Gehörsand, kleine prismatische Kristalle aus kohlensaurem Kalk im… …

    Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • 60κονιομένοις — κονέω raise dust pres part mp masc/neut dat pl (doric) κονῑομένοις , κονίω make dusty pres part mp masc/neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)