κονίστρα
1κονίστρα — κονίστρᾱ , κόνιστρα place covered with dust fem nom/voc/acc dual …
2κονίστρᾳ — κονίστρᾱͅ , κόνιστρα place covered with dust fem dat sg (attic doric aeolic) …
3κονίστρα — η (ΑM κονίστρα) νεοελλ. κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα») μσν. αρχ. 1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και… …
4κονίστρα — η το πνευματικό ή πολιτικό πεδίο, όπου διαγωνίζεται κανείς με τους άλλους: Νεότατος κατέβηκε στην πολιτική κονίστρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κονίστρας — κονίστρᾱς , κόνιστρα place covered with dust fem acc pl κονίστρᾱς , κόνιστρα place covered with dust fem gen sg (attic doric aeolic) …
6κονίστραι — κονίστρᾱͅ , κόνιστρα place covered with dust fem dat sg (attic doric aeolic) …
7κονίστραις — κόνιστρα place covered with dust fem dat pl …
8ТЕАТР — • Theatrum, Θέατρον. I. Греческий Т. Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… …
9КОНИСТРА — • Conisterium, Κονιστήριον, κονίστρα, собственно пыльное и песчаное место; так называлась в гимназиях арена, на которой упражнялись борцы. В греческом театре К. означает то место, на котором воздвигалась из досок ορχήστρα, т. е.… …
10αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… …
- 1
- 2