κομπασία

  • 1κομπασία — κομπασία, ἡ (Α) επίκρουση, χτύπημα πήλινου δοχείου κρασιού με το χέρι για έλεγχο τής στερεότητάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπάζω, με σημ. «κροτώ, αντηχώ», + κατάλ. σία (πρβλ. δοκιμάζω: δοκιμασία)] …

    Dictionary of Greek