κομπαστικός
1Κομπαστικός — braggart masc nom sg …
2κομπαστικός — ή, ό (Α κομπαστικός, ή, όν) [κομπαστής] αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός. επίρρ... κομπαστικώς και ά (Α κομπαστικῶς) με κομπασμό, αλαζονικά …
3Κομπαστικόν — Κομπαστικός braggart masc acc sg Κομπαστικός braggart neut nom/voc/acc sg …
4Κομπαστικήν — Κομπαστικός braggart fem acc sg (attic epic ionic) …
5Κομπαστικῶς — Κομπαστικός braggart adverbial …
6Κομπαστικῷ — Κομπαστικός braggart masc/neut dat sg …
7κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] …
8κομπολόγημα — κομπολόγημα, τὸ (Μ) [κομπολογώ] αλαζονικός, κομπαστικός λόγος …
9κομπώδης — κομπώδης, ώδες (ΑM) [κόμπος (Ι)] 1. κομπαστικός, κενόδοξος («κομπωδεστέραν ἔχοντι τὴν προσποίησιν», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κομπῶδες κομπασμός, αλαζονεία. Επιρρ. κομπωδῶς (Α) με κομπαστικό τρόπο …
10λογοκόπημα — το 1. το να λέει κάποιος πολλά, κομπαστικά και ανούσια λόγια 2. ανούσιος ή κομπαστικός λόγος, μεγαλοστομία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκοπῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
- 1
- 2