κομπαστής

  • 31φίλαυχος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυχος (< αὔχω «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγάλ αυχος] …

    Dictionary of Greek

  • 32φανφαρόνος — και φαμφαρόνος, ο, θηλ. φανφαρόνα, Ν κομπαστής και φλύαρος, αλαζόνας, καυχησιάρης και φαφλατάς, λογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fanfarone < ισπ. fanfarron] …

    Dictionary of Greek

  • 33φιλοκομπαστής — ὁ, Α αυτός που τού αρέσει να κομπάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κομπαστής «αλαζόνας, καυχησιάρης» (< κομπάζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 34φρονηματίας — ο, ΝΜΑ αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος αρχ. 1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής 2. ατίθασο, ζωηρό άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, ήματος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 35χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… …

    Dictionary of Greek

  • 36Γαλάτης, Νικόλαος — (Ιθάκη 1792; – Ερμιονίδα 1819). Φιλικός. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1816 στην Οδησσό από τον Σκουφά, ο οποίος επηρεάστηκε από τα προσόντα και τον ενθουσιασμό του. Κράμα ικανοτήτων και τυχοδιωκτισμού («νέος πνευματώδης, αλλ’ άσωτος και… …

    Dictionary of Greek

  • 37φαμφαρόνος — ο (λ. ισπαν.), καυχησιάρης, κομπαστής, λογάς, ψευτοπαλικαράς: Ούτε τα μισά του να πιστεύεις είναι φαμφαρόνος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)