κομπαστής

  • 21κομπολακύθης — και κομπολάκυθος, ὁ (Α) (κωμ. λ. στον Αριστοφ.) μεγάλος κομπαστής, κομπορρήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λάκυθος, ἡ «καλλωπισμός τού λόγου»] …

    Dictionary of Greek

  • 22κομπολόγος — κομπολόγος, ον (Α) κομπορρήμων, καυχησιολόγος, κομπαστής. επίρρ... κομπολόγως (Α) με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λόγος (< λόγος), πρβλ. ηθο λόγος, υμνο λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 23κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …

    Dictionary of Greek

  • 24κόμπασος — κόμπασος, ὁ (Α) κομπαστής, καυχηματίας, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπά ζω + σος (πρβλ. κραύγα σος, μέθυ σος)] …

    Dictionary of Greek

  • 25λαπιστής — λαπιστής, ό, θηλ. λαπίστρια (Α) [λαπίζω] κομπαστής, αλαζόνας («ὁ δὲ λαπιστής... ὑπερβήσεται καιρόν», ΠΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 26μεγάλαυχος — η, ο (ΑM μεγάλαυχος, ον) αυτός που καυχιέται πολύ, κομπαστής, αλαζόνας μσν. αυτός που γίνεται για να καυχηθεί κάποιος («ἡ μεγάλαυχος τῶν κατωρθωμένων κατέκρινεν ἀπαρίθμησις», Σάθ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγάλαυχον η μεγαλαυχια. επίρρ...… …

    Dictionary of Greek

  • 27μεγαλήγορος — η, ο (Α μεγαλήγορος, ον) 1. αυτός που κομπορρημονεί, καυχηματίας, κομπαστής 2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. επίρρ... μεγαληγόρως (Α) με κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψεδο ήγορος. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 28μεγαλορρήμων — ον (Α μεγαλορρήμων, ον) αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιολόγος αρχ. (με καλή σημασία) στομφώδης, πομπώδης. επίρρ... μεγαλορρημόνως (Α) με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπο ρρήμων] …

    Dictionary of Greek

  • 29ταώς — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Ο αστερισμός αυτός, όπως όλοι του ημισφαιρίου αυτού, ήταν άγνωστος στην αρχαιότητα. Πρωτοαναφέρθηκε το 1603. Από τους αστέρες του ο σπουδαιότερος είναι ο ομώνυμος, που έχει δεύτερο περίπου …

    Dictionary of Greek

  • 30υπηνέμιος — και δωρ. τ. ὑπανέμιος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.) 2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον… …

    Dictionary of Greek