κομπαστής
11Κομπασεύς — Κομπασεύς, ὁ (Α) [κομπάζω] (κωμική λέξη) αυτός που προέρχεται από έναν φανταστικό δήμο τής Αθήνας Κόμπο, δηλ. κομπαστής («ἐπάνω μὲν Προξενίδης ὁ Κομπασεύς», Αριστοφ.) …
12αερολέσχης — ἀερολέσχης, ο (Α) αυτός που λέει μεγάλα και κούφια λόγια, καυχησιολόγος, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + λέσχης < λέσχη (= συνομιλία, φλυαρία)] …
13απειλητήρ — ἀπειλητήρ ( ῆρος), ο (Α) κομπαστής, καυχησιάρης …
14αυχητής — αὐχητής, ο (Α) [αυχώ] κομπαστής, υπερόπτης …
15γεμιτζής — ο 1. παλιός, έμπειρος ναυτικός 2. ειρων. αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα 3. ειρων. ο κομπαστής, ο παραμυθάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gemici «ναυτικός»] …
16καυχηματίας — ο (Α καυχηματίας) [καύχημα] αυτός που διαρκώς καυχιέται, αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιάρης αρχ. (για λόγο) ο γεμάτος κομπασμό …
17καυχησιάρης — και καυχησάρης και καυκησιάρης και καυκησάρης, α, ικο [καυχησιά] αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής, αλαζόνας …
18καυχησιολόγος — ο [καύχηση] αυτός που καυχιέται διαρκώς, αλαζόνας, κομπαστής …
19κομπαστικός — ή, ό (Α κομπαστικός, ή, όν) [κομπαστής] αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός. επίρρ... κομπαστικώς και ά (Α κομπαστικῶς) με κομπασμό, αλαζονικά …
20κομπηγόρος — κομπηγόρος, ον (Α) αυτός που μιλά με κομπασμό, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, δικ ηγόρος] …