κολᾰκεία
1κολακεία — κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc/acc dual κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κολακείᾳ — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) …
3κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… …
4κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κολακείας — κολακείᾱς , κολακεία flattery fem acc pl κολακείᾱς , κολακεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) …
6κολακείαι — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) …
7κολακείαν — κολακείᾱν , κολακεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) …
8κολακειῶν — κολακεία flattery fem gen pl …
9κολακεῖαι — κολακεία flattery fem nom/voc pl …
10κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl …