κολώνη
1κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …
2Κολώνη — hill fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
3κολώνη — hill fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4Κολώνῃ — Κολώνη hill fem dat sg (attic epic doric ionic) …
5κολώνῃ — κολώνη hill fem dat sg (attic epic ionic) …
6Κολωνίδες ή Κολωνίς ή Κολώνη — Αρχαία πόλη της Μεσσηνίας, κοντά στο σημερινό χωριό Καστέλλια. Η παρετυμολογία της λέξης οδήγησε στον μύθο ότι οι κάτοικοί της προέρχονταν από τον Κολωνό της Αττικής. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ήταν παλιά αποικία των Αθηναίων, που ιδρύθηκε από τον …
7Κολωναῖς — Κολώνη hill fem dat pl …
8Κολωναί — Κολώνη hill fem nom/voc pl …
9Κολωνᾶν — Κολώνη hill fem gen pl (doric aeolic) …
10κολωνᾶν — κολώνη hill fem gen pl (doric aeolic) …