κολωνός
11κολωνοί — κολωνός hill masc nom/voc pl …
12Κολωνοῦ — Κολωνός hill masc gen sg …
13κολωνοῦ — κολωνός hill masc gen sg …
14Κολωνούς — Κολωνός hill masc acc pl …
15κολωνούς — κολωνός hill masc acc pl …
16Κολωνῷ — Κολωνός hill masc dat sg …
17κολωνῷ — κολωνός hill masc dat sg …
18Κολωνόν — Κολωνός hill masc acc sg …
19κολωνόν — κολωνός hill masc acc sg …
20κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …
Страницы