κολχικόν
1κολχικόν — meadow saffron neut nom/voc/acc sg …
2Κολχικόν — Κόλχος masc acc sg Κόλχος neut nom/voc/acc sg Κολχικός masc acc sg Κολχικός neut nom/voc/acc sg …
3κολχικοῖς — κολχικόν meadow saffron neut dat pl …
4κολχικοῦ — κολχικόν meadow saffron neut gen sg …
5κολχικῶν — κολχικόν meadow saffron neut gen pl …
6κολχικῷ — κολχικόν meadow saffron neut dat sg …
7COLCHICON — Graece Κολχικὸν, genus bulbi venenati, in Colchide frequentis. Dioscorides, Κολχικὸν, οἱ δὲ ἐφήμερον, οἱ δὲ βόλβον ἅγιον: et in Prooemio, l. 6. ἐφήμερον, ὃ ἔνιοι Κολκικὸν, διὰ τὸ Κολχίδιγίνεςθαι, Ubi quod ephemerum quoque dictum ait, de ephemero… …
8Cólquico — (Del lat. colchicum < gr. kolkhikon.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Planta bulbosa liliácea, cuyo fruto no sale de la tierra hasta la primavera siguiente, junto con las hojas, con flores violetas y semillas y bulbo venenosos. (Colchicum… …
9εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… …
10κολχικίνη — Ουσία φυτικής προέλευσης, που ανήκει στα αλκαλοειδή. Εξάγεται από διάφορα μέρη (σπόροι, βολβοί κ.ά.) του φυτού κολχικό το φθινοπωρινό, της οικογένειας των λειριιδών, από το οποίο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1820. Η κ. έχει απομονωθεί και από… …
- 1
- 2