κολοφώνιος
1Κολοφώνιος — of masc nom sg …
2κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… …
3Κολοφωνίων — Κολοφώνιος of fem gen pl Κολοφώνιος of masc/neut gen pl …
4Κολοφώνιον — Κολοφώνιος of masc acc sg Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc sg …
5Κολοφωνίοις — Κολοφώνιος of masc/neut dat pl …
6Κολοφωνίου — Κολοφώνιος of masc/neut gen sg …
7Κολοφωνίους — Κολοφώνιος of masc acc pl …
8Κολοφωνίῳ — Κολοφώνιος of masc/neut dat sg …
9Κολοφώνια — Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc pl …
10Κολοφώνιε — Κολοφώνιος of masc voc sg …
Страницы