κολοσσός
1κολοσσός — colossus masc nom sg …
2κολοσσός — ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή) ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός τής Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. υπερμεγέθης, πελώριος …
3κολοσσός — ο 1. άγαλμα ή ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους: Ένα από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου ήταν και ο κολοσσός της Ρόδου. 2. αυτός που έχει κάποια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αυτός είναι κολοσσός τιμιότητας. 3. καθετί πολύ μεγάλο, το πελώριο: Το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Колосс — (κολοσσος, colossus) название, употребляемое для обозначения всякой статуи, превосходящей своими размерами натуру. Еще в глубокой древности египтяне олицетворяли в подобных статуях своих богов и царей, в намерении гигантизмом этих изображений… …
5κολοσσοῖς — κολοσσός colossus masc dat pl …
6κολοσσοί — κολοσσός colossus masc nom/voc pl …
7κολοσσοῦ — κολοσσός colossus masc gen sg …
8κολοσσούς — κολοσσός colossus masc acc pl …
9κολοσσῶν — κολοσσός colossus masc gen pl …
10κολοσσῷ — κολοσσός colossus masc dat sg …