κολοσσός

  • 31колосс Родосский — громадное литое изображение человека одно из семи чудес мира (маяк) Ср. Колосс Родосский днесь смири свой гордый вид. Рубан. На памятник Петру I. Коло/сс этот работы Хареса из Линдоса (306 до Р.Х.) воздвигнут в 280 г. и разрушен землетрясением… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 32Колос Родосский — Коло̀съ Родосскій громадное литое изображеніе человѣка одно изъ семи чудесъ міра (маякъ). Ср. Коло̀съ Родосскій, днесь смири свой гордый видъ. Рубанъ. На памятникъ Петру I. Поясн. Коло̀съ этотъ работы Хареса изъ Линдоса (306 до Р. Х.) воздвигнутъ …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 33Kolossus. — (κολόσσος). См. Колос Родосский …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 34AO Kolossos Rodou — Kolossós Ródou …

    Wikipédia en Français

  • 35Colisée — Pour les articles homonymes, voir Colisée (homonymie). Amphithéâtre flavien Vue extérieure de nuit …

    Wikipédia en Français

  • 36coloso — (Del lat. colossus < gr. kolossos, estatua colosal.) ► sustantivo masculino 1 ESCULTURA Estatua de tamaño muy superior al natural: ■ el coloso de Rodas es una de las siete maravillas del mundo. 2 coloquial Persona o cosa de cualidades… …

    Enciclopedia Universal

  • 37Κύκλωπας — ο (AM Κύκλωψ, ωπος) 1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος τής νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια 2. στον πληθ. οι Κύκλωπες ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων τής αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί τού Αδριατικού… …

    Dictionary of Greek

  • 38Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …

    Dictionary of Greek

  • 39Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 40θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ …

    Dictionary of Greek