κολοκύντῃ
1κολοκύντη — κολοκύντη, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. κολοκύνθη …
2κολοκύντη — κολοκύνθη round gourd fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3κολοκύντῃ — κολοκύνθη round gourd fem dat sg (attic epic ionic) …
4κολοκύνθη — η (AM κολοκύνθη, Α και κολόκυντα και κολόκυνθα και αττ. τ. κολοκύντη) το φυτό κολοκυθιά μσν. αρχ. ο καρπός τού φυτού αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανήκει στην κατηγορία τών ονομάτων φυτών που εμφανίζουν επίθημα νθος, που ανήκει στο προελληνικό …