κολοκύντιον
1κολοκύντιον — κολοκύντιον, τὸ (AM) βλ. κολοκύθι …
2κολοκύντιον — neut nom/voc/acc sg …
3κολοκυντίου — κολοκύντιον neut gen sg …
4κολοκύθι — το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν) νεοελλ. 1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» ή, απλώς, «κολοκύθια» λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία 2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι… …