κολοκύνθη

  • 31κολοκυνθέα — κολοκυνθέα, ἡ (Μ) η κολοκυθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + κατάλ. έα (πρβλ. κασταν έα, κερασ έα)] …

    Dictionary of Greek

  • 32κολοκυνθαρύταινα — κολοκυνθαρύταινα, ἡ (Α) αγγείο για μετάγγιση ύδατος κατασκευασμένο από κολοκύθα, η νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + ἀρύταινα «ελαιοδοχείο»] …

    Dictionary of Greek

  • 33κολοκυνθιάς — κολοκυνθιάς, άδος, ἡ (Α) [κολοκύνθη] (για φαγητό) παρασκευασμένο από κολοκύθα …

    Dictionary of Greek

  • 34κολοκυνθοπειρατής — κολοκυνθοπειρατής, ὁ (Α) πειρατής που πλέει σε πλοίο από κολοκύνθη …

    Dictionary of Greek

  • 35κολοκυνθών — κολοκυνθών, ῶνος, ὁ (Α) [κολοκύνθη] τόπος με πολλές κολοκυθιές …

    Dictionary of Greek

  • 36κολοκύθα — η 1. μεγάλο κολοκύθι 2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους τού φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση τού συμπλέγματος νθ για ευφωνικούς λόγους… …

    Dictionary of Greek

  • 37κολοκύντη — κολοκύντη, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. κολοκύνθη …

    Dictionary of Greek

  • 38τολύπη — η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν 1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο 2. (κατ επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.) αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 39τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… …

    Dictionary of Greek

  • 40κουκουρβιτίδες — (cucurbitaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 90 γένη και 700 είδη. Πρόκειται για αναρριχώμενα ή έρποντα φυτά που χαρακτηρίζονται από πεντάγωνα στελέχη και έλικες. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή και, συνήθως,… …

    Dictionary of Greek