κολοκύνθη
11κολοκύνταις — κολοκύνθη round gourd fem dat pl …
12κολοκύντη — κολοκύνθη round gourd fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
13κολοκύντην — κολοκύνθη round gourd fem acc sg (attic epic ionic) …
14κολοκύντης — κολοκύνθη round gourd fem gen sg (attic epic ionic) …
15κολοκύντῃ — κολοκύνθη round gourd fem dat sg (attic epic ionic) …
16κολοκύντῃσι — κολοκύνθη round gourd fem dat pl (epic ionic) …
17κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… …
18κολοκυνθίς — κολοκυνθίς, ίδος, ἡ (Α) [κολοκύνθη] το φυτό αγρία κολοκύνθη …
19κολοκύθι — το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν) νεοελλ. 1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» ή, απλώς, «κολοκύθια» λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία 2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι… …
20κολοκύνθινος — και κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) [κολοκύνθη] 1. ο παρασκευασμένος από το φυτό κολοκύνθη 2. φρ. «ἄμπελος κολοκυνθίνη» εἰδος αμπέλου …