κολοκυνθαρύταινα

  • 1κολοκυνθαρύταινα — κολοκυνθαρύταινα, ἡ (Α) αγγείο για μετάγγιση ύδατος κατασκευασμένο από κολοκύθα, η νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + ἀρύταινα «ελαιοδοχείο»] …

    Dictionary of Greek