κολοιοί
1κολοιοί — κολοιός jackdaw masc nom/voc pl …
2κολοιός — ο (Α κολοιός) η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ. β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.) αρχ. παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)… …
3αθροισματικός — ἀθροισματικός, ή, όν (Α) [ἄθροισμα] ομαδικός (για πουλιά που δεν ζουν απομονωμένα ή κατά ζεύγη) «μυρία δὲ ἄλλα τὸν ἀθροισματικόν ᾓρηται βίον, ὡς αἱ περιστεραὶ καὶ γέρανοι καὶ ψάρες καὶ κολοιοί»,... έχουν διαλέξει τον ομαδικό βίο, να ζουν… …
4κατακρώζω — (Α) κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»] …
5κραγέτης — κραγέτης, ὁ (Α) αυτός που κράζει, ο φωνακλάς («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κράγ τού κράζω (πρβλ. αόρ. β ἔ κραγ ον) + κατάλ. έτης (πρβλ. αλιναι έτης, ηγ έτης)] …