κολλύρα
1κολλύρα — κολλύρα, ἡ (Α) κόλλιξ*, κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα ύρα, πρβλ. άγκυρα] …
2κολλύρα — κολλύ̱ρᾱ , κολλύρα fem nom/voc/acc dual κολλύ̱ρᾱ , κολλύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3κολλύρᾳ — κολλύ̱ρᾱͅ , κολλύρα fem dat sg (attic doric aeolic) …
4κολλῦραι — κολλύρα fem nom/voc pl …
5κολλύρας — κολλύ̱ρᾱς , κολλύρα fem acc pl κολλύ̱ρᾱς , κολλύρα fem gen sg (attic doric aeolic) …
6COLLYRA seu COLLYRIS — COLLYRA, seu COLLYRIS Graece Κολλύρα, et Κολλυρὶς, pastillus, seu parvus panis, in cinere coctus, atque inde cineribus fordidus. Hesychius: Ολλύρα, Θεόφραςος ἐπὶ τῶ ἐκ τέφρας πεπλασ μεν´ων. Aliter ἄκολος etc. Hinc κολλύρια, ocularia medicamenta,… …
7κολλούρα — κολλούρα, ἡ (Α) κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα*] …
8κολλυρίδα — η (AM κολλυρίς, ίδος) [κολλύρα] μικρή κουλούρα …
9κολλυρίζω — (Α) [κολλύρα] ψήνω κουλούρα («ἐλθέτω... ἡ ἀδελφή μου πρὸς μέ, καὶ κολλυρισάτω... δύο κολλυρίδας», ΠΔ) …
10κολλυρίτης — κολλυρίτης, ὁ (Α) [κολλύρα] άζυμος άρτος …
- 1
- 2