κολλίζω
1κολλίζω — (Μ) [κόλλα] κολλώ …
2κολλίζει — κολλίζω pres ind mp 2nd sg κολλίζω pres ind act 3rd sg …
3κολλιῶν — κολλίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …
4κολλίζειν — κολλίζω pres inf act (attic epic) …
5προσεκόλλιζον — πρόσ κολλίζω imperf ind act 3rd pl πρόσ κολλίζω imperf ind act 1st sg …
6προσκολλιζομένων — πρόσ κολλίζω pres part mp fem gen pl πρόσ κολλίζω pres part mp masc/neut gen pl …
7προσκόλλιζε — πρόσ κολλίζω pres imperat act 2nd sg πρόσ κολλίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8κολλιστής — κολλιστής, ὁ (Μ) [κολλίζω] κολλητής …
9κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …
10προσκολλιζέσθω — πρόσ κολλίζω pres imperat mp 3rd sg …
- 1
- 2