κολλούριον
1κολλούριον — κολλούριον, τὸ (AM) κουλούρι αρχ. κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύριον*] …
2κολλούριον — neut nom/voc/acc sg …
3κολλουρίοις — κολλούριον neut dat pl …
4κολλουρίου — κολλούριον neut gen sg …
5κολλουρίων — κολλούριον neut gen pl …
6κολλουρίῳ — κολλούριον neut dat sg …
7κολλούρια — κολλούριον neut nom/voc/acc pl …
8SAMIA Terra — memorata Theophrasto, inter varia terrae genera, quae in Asiae Insulis repertae, nativae essent et aliquem usum adferrent ad vitam, ἔγχυλος ac pinguis est. Hanc eniin probandam esse Dioscorides ait, τὴν ἔγχυλον καὶ μαλακην` καὶ ἐυτριβη, οῖα ἐςτιν …
9ερεικηρόν — ἐρεικηρόν κολλούριον, τὸ (Α) [ερείκη] κολλύριο που παρασκευάζεται από ερείκη …
10κολλουριοποιούμαι — κολλουριοποιοῡμαι, έομαι (Α) κολλυριοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλούριον + ποιοῦμαι] …
- 1
- 2